- επικαταφέρω
- ἐπικαταφέρω (Α)1. εκσφενδονίζω επί πλέον από πάνω προς τα κάτω2. παθ. ἐπικαταφέρομαιπέφτω πάνω σε κάποιον3. παθ. (για τα άστρα) ακολουθώ τον ήλιο4. παθ. καταντώ, οδηγούμαι κατ’ ανάγκην στη χρησιμοποίηση μιας εκφράσεως5. (το ουδ. τής μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ ἐπικαταφερόμενονη επικαταφορά*.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καταφέρω «καταρρίπτω, κατεβαίνω»].
Dictionary of Greek. 2013.