επικαταφέρω

επικαταφέρω
ἐπικαταφέρω (Α)
1. εκσφενδονίζω επί πλέον από πάνω προς τα κάτω
2. παθ. ἐπικαταφέρομαι
πέφτω πάνω σε κάποιον
3. παθ. (για τα άστρα) ακολουθώ τον ήλιο
4. παθ. καταντώ, οδηγούμαι κατ’ ανάγκην στη χρησιμοποίηση μιας εκφράσεως
5. (το ουδ. τής μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ ἐπικαταφερόμενον
η επικαταφορά*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καταφέρω «καταρρίπτω, κατεβαίνω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”